θορυβοῦσαν

θορυβοῦσαν
θορυβέω
make a noise
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • βέβηλος — η, ο 1. ανίερος, ασεβής: Βέβηλοι κατέστρεψαν το παμπάλαιο τέμπλο του ναού. 2. μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό σε χώρους στους οποίους δεν ανήκει: Η λογοτεχνική βραδιά καταστράφηκε από μερικούς βέβηλους που θορυβούσαν συνεχώς.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”